Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

''Και όμως, υπήρξαμε κι εμείς "Αλβανοί"

To parakatw einai apospasma apo keimeno pou dimosieytike stin eleftherotupia to 1998.Otan i istoria kanei kuklous gurw apo ton eafto tis...Me thn alithia summaxo na vadisoume ston dromo gia tin anarxia!


''ΣΑΟΥΘ ΟΜΑΧΑ - ΗΠΑ 1909


Το άγνωστο πογκρόμ κατά των Ελλήνων



Και όμως, υπήρξαμε κι εμείς "Αλβανοί"


Ισχυριστήκαμε πριν από δυο μήνες ότι οι Ελληνες μετανάστες στις ΗΠΑ αντιμετωπίστηκαν από τις αρχές, αλλά και τους παλιότερους κατοίκους της χώρας, με τρόπο ανάλογο προς εκείνο που υποδεχόμαστε κι εμείς σήμερα τους Αλβανούς μετανάστες. Δημοσιεύσαμε, μάλιστα, και κάποια στατιστικά στοιχεία για την εγκληματικότητα των συμπατριωτών μας εκείνης της εποχής, όπως προβάλλονται από τις επίσημες πηγές της περιόδου. Οι αντιδράσεις που προκάλεσαν τα δημοσιεύματά μας υπήρξαν πρωτοφανείς. Κανείς δεν ήθελε να πιστέψει τα ίδια τα ντοκουμέντα. Οι διαμαρτυρόμενοι δεν προέρχονταν μόνο από το χώρο της οργανωμένης ακροδεξιάς ή της κατ' επάγγελμα εθνικοφροσύνης. Ακόμα και καλοπροαίρετοι αναγνώστες που θεωρούν τους εαυτούς τους προοδευτικούς, διέγνωσαν στην αρθρογραφία μας αν όχι την υπέρτατη ύβρη, τουλάχιστον την υπερβολή και την αυθαιρεσία. Πώς είναι δυνατόν -μας λένε- να συγκρίνει κανείς τους Ελληνες που ως γνωστόν μεγαλούργησαν και εξακολουθούν να διαπρέπουν στο εξωτερικό, με τους ημιάγριους, απολίτιστους και επικίνδυνους Αλβανούς;
Επανερχόμαστε σήμερα στο θέμα αυτό με ένα εκπληκτικό ντοκουμέντο. Την ιστορία ενός πραγματικού πογκρόμ κατά των Ελλήνων μεταναστών που πραγματοποιήθηκε στη μικρή Σάουθ Ομαχα της πολιτείας Νεμπράσκα το 1909. Για την ιστορία αυτή έχει συγγράψει μονογραφία ο Ελληνοαμερικανός δάσκαλος και πανεπιστημιακός Τζον Μπίτζες, ο οποίος -όπως θα διαπιστώσετε στις σελίδες που ακολουθούν- είναι ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο της τοπικής κοινωνίας, και κανείς δεν μπορεί να του προσάψει "αντιαμερικανική" προκατάληψη. Η μελέτη του υπήρξε προϊόν σκληρού μόχθου και επίπονης δουλειάς στα αρχεία των τοπικών εφημερίδων αλλά και των επίσημων αρχών. Η πρώτη μορφή αυτής της εργασίας δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nebraska History το καλοκαίρι του 1970 και πήρε το βραβείο James Sellers.
Διαβάζοντας τη μελέτη του κ. Μπίτζες διαπιστώνουμε ότι στον Ελληνα μετανάστη απέδιδαν τότε οι αμερικανικές εφημερίδες όλα τα στερεότυπα που συνοδεύουν την εικόνα του Αλβανού στα σύγχρονα ελληνικά ΜΜΕ: οι Ελληνες είναι "βρόμικοι", "υπάνθρωποι", "απολίτιστοι", "άγριοι", επιρρεπείς στο έγκλημα.
Οι ανθελληνικές ταραχές στη Σάουθ Ομαχα σημειώθηκαν στις 21 Φεβρουαρίου του 1909, μετά από τη σύλληψη του Γιάννη Μασουρίδη ως ενόχου για τη δολοφονία του αστυνομικού Εντ Λόουρι. Οι εφημερίδες αμέσως μίλησαν για τον "Ελληνα δολοφόνο" και δημοσίευσαν την εμπρηστική ανθελληνική προκήρυξη που συνέταξε ο Τζόζεφ Μέρφι, ένας τοπικός πολιτικός παράγοντας. Σ' αυτή την προκήρυξη γινόταν λόγος για τους "βρομερούς Ελληνες που επιτίθενται στις γυναίκες μας και χτυπούν τους περαστικούς στο δρόμο, που διατηρούν χαρτοπαιχτικές λέσχες και κάθε λογής παρανομίες". Στο κλείσιμο της προκήρυξης γινόταν έκκληση για συνάντηση στο Δημαρχείο "όπου θα πάρουμε μέτρα για να διώξουμε τους Ελληνες από την πόλη μας." (εφημερίδες World Herald και Daily News, 20.2.1909).
Την επομένη το κύριο άρθρο της Herald αναφερόταν στον Μασουρίδη με τα ακόλουθα λόγια: "Ενας Ελληνας που στη γενέτειρά του δεν είχε ποτέ το προνόμιο να υψώσει το κεφάλι του προς τα πάνω (...) η μόνη του σκέψη ήταν να σκοτώσει, να σκοτώσει." Ο Μασουρίδης είχε έρθει στις ΗΠΑ από ένα χωριό της Καλαμάτας το 1906. Η αστυνομία τον είχε υπό παρακολούθηση, επειδή είχε συλληφθεί για παράνομο τζόγο. Στις 19 Φεβρουαρίου ο Λόουρι τον συνέλαβε μετά από καταγγελίες εις βάρος του, ότι είχε σχέσεις με μια ανήλικη (17χρονη) κοπέλα, που του έκανε μαθήματα αγγλικών. Τη στιγμή της σύλληψης ανταλλάχθηκαν πυροβολισμοί που κατέληξαν στον τραυματισμό του Μασουρίδη και το θάνατο του Λόουρι. Αμέσως συγκεντρώθηκαν μερικές εκατοντάδες κάτοικοι με σκοπό να λιντσάρουν τον Μασουρίδη. Με δυσκολία κατάφερε η αστυνομία να τον φυγαδεύσει σε ασθενοφόρο.
Η συγκέντρωση χιλίων κατοίκων την επομένη οδήγησε σε ανεξέλεγκτη βία εις βάρος των Ελλήνων. Με κραυγές "θάνατος στους Ελληνες" και "θυμηθείτε τον καημένο τον Λόουρι", το πλήθος όρμησε στην ελληνική συνοικία, την "Γκρίκ-τάουν" και επιτέθηκε στους ανύποπτους Ελληνες. Οσοι απ' αυτούς δεν κατάφεραν να διαφύγουν, έπεσαν στα χέρια των φανατισμένων Αμερικάνων και δάρθηκαν χωρίς έλεος. Στην απελπισία του κάποιος προσπάθησε να αμυνθεί με όπλο και τραυμάτισε ελαφρά δυο παιδιά. Τότε πλέον το πλήθος των επιτιθέμενων χωρίστηκε στα δυο και άρχισε τις λεηλασίες και τα σπασίματα σ' όλα τα μαγαζιά και τα σπίτια των Ελλήνων. Οι ταραχές συνεχίστηκαν όλη τη μέρα κάτω από τη σιωπηλή επιδοκιμασία κάποιων αστυνομικών και την αδυναμία των τοπικών αρχών. Επί έξι ώρες το πλήθος "με ρεβόλβερ, με κλομπ και με δαυλούς γύριζε στην πόλη, έπινε τα κλεμμένα ποτά, έκλεβε εμπορεύματα, χτυπούσε όποιον μπορούσε, μέχρι να τρέξει το αίμα από τις πληγές."
Περιγράφοντας την εικόνα που είχαν για τους Ελληνες οι παλιότεροι κάτοικοι της περιοχής, o Τζον Μπίτζες αναφέρεται στην εχθρότητα που προκλήθηκε από το γεγονός ότι οι Ελληνες δούλευαν με μικρότερα μεροκάματα και χρησιμοποιούνταν ως απεργοσπάστες. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι έφερναν στην Αμερική τις δικές τους άγριες συνήθειες, ότι ήταν βρόμικοι (εφόσον έκαναν πάντα τις βρόμικες δουλειές), ότι πολιτικολογούσαν στα δικά τους καφενεία και χαρτόπαιζαν. Οι ντόπιοι θεωρούσαν τη συμπεριφορά των Ελλήνων "ανήθικη" και "αντιαμερικάνικη". "Το σημείο που προκαλεί το ανθελληνικό στοιχείο", γράφει η Omaha Bee, "είναι ότι δουλεύουν φτηνά. Οτι ζουν ακόμα φθηνότερα, σε ομάδες. Οτι αδιαφορούν για τις μικρές λεπτομέρειες στις οποίες αποδίδουν μεγάλη σημασία οι Αμερικάνοι." Και ο εκδότης της Daily News πρόσθετε ότι "τα δωμάτιά τους είναι βρόμικα. Επιτίθενται στις γυναίκες. Μ' άλλα λόγια, με τη στάση τους εμφανίζονται ως επιθετικοί στα μάτια των περισσοτέρων κατοίκων της Σάουθ Ομαχα."
Μετά το τέλος των ταραχών η κοινότητα των Ελλήνων της περιοχής σκόρπισε σ'ολόκληρη την Αμερική. Από τις 2.000 μεταναστών που ζούσαν στη Σάουθ Ομαχα μέχρι εκείνο το μοιραίο Σάββατο το Φεβρουάριο του 1909, σε λίγους μήνες η απογραφή του 1910 κατέγραφε μόλις 59 άτομα. Η περίπτωση των ανθελληνικών ταραχών στη Σάουθ Ομαχα δεν είναι η μόνη εκείνης της περιόδου. Ο κ. Μπίτζες ανακάλυψε στην εφημερίδα Evening News of Roanoke στην πολιτεία της Βιρτζίνια αναφορά σε επιθέσεις όχλου εναντίον των καταλυμάτων Ελλήνων μεταναστών τον Ιούλιο του 1907. Και την ίδια βδομάδα με τα επεισόδια στη Σάουθ Ομαχα ξέσπασαν παρόμοιες βίαιες ταραχές σε δύο τουλάχιστον πόλεις, στο Κάνσας Σίτι της πολιτείας Κάνσας και στο Ντέιτον του Οχάιο.
Το τελευταίο μάθημα που παίρνουμε από την ιστορία αυτή είναι η τύχη της έρευνας του κ. Μπίτζες. Το 1991, ο Τζον Μπίτζες επανήλθε στο θέμα, συμπληρώνοντας με καινούργια στοιχεία την υπόθεση. Ομως τη νέα του μελέτη δεν δέχθηκε κανείς να τη δημοσιεύσει. Οπως μας εξήγησε ο ίδιος ο ερευνητής, η άρνηση των ακαδημαϊκών αρχών να προχωρήσουν στη δημοσίευση, οφειλόταν ακριβώς στο "ακανθώδες" αντικείμενό της. Οι σύγχρονοι Αμερικανοί θέλουν να "ξεχάσουν" το ρατσισμό εναντίον των μεταναστών στις αρχές του αιώνα, όπως ακριβώς και οι σύγχρονοι Ελληνες αρνούνται να πληροφορηθούν τις δύσκολες συνθήκες, κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε εκείνη η μετανάστευση.


Η προμελετημένη δολοφονία του Νικόλα Τζιμίκα

Τα αίτια των ανθελληνικών ταραχών στη Σάουθ Ομαχα το 1909 περιγράφει ο Τζον Μπίτζες σε μια νεότερη μελέτη του που είχε την καλοσύνη να μας εμπιστευθεί. Στη μελέτη αυτή, ο κ. Μπίτζες συγκρίνει το άγνωστο πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων μεταναστών με την περίφημη "νύχτα των κρυστάλλων" στη ναζιστική Γερμανία του 1938: "The Anti-Greek Riot of 1909 (South Omaha, Nebraska) and Kristallnacht of 1938 (Nazi Germany) - A Comparative Study of Ugly Human Behavior, 1991). Ομως αυτή η μελέτη δεν δημοσιεύθηκε ποτέ. Το "απαγορευμένο" θέμα του ρατσισμού των ντόπιων εις βάρος των Ελλήνων μεταναστών το 1909 εξακολουθεί να ενοχλεί και θεωρείται ακόμα ταμπού για την ακαδημαϊκή κοινότητα. Το κείμενο που ακολουθεί είναι τμήμα της αδημοσίευτης αυτής μελέτης και το μεταφράσαμε με την ευγενική άδεια του συγγραφέα.

Οι αιτίες που κρύβονταν πίσω από τις ανθελληνικές ταραχές πρέπει να αναζητηθούν στις πολιτισμικές διαφορές και, κυρίως, στα οικονομικά συμφέροντα. Τον Φεβρουάριο του 1909, για παράδειγμα, η Σάουθ Ομαχα θύμιζε πυριτιδαποθήκη έτοιμη να εκραγεί κατά των Ελλήνων. Το κλίμα αυτό είχε αρχίσει να δημιουργείται το 1904, όταν ιάπωνες και έλληνες εργάτες κλήθηκαν στην πόλη ως απεργοσπάστες στη βιομηχανία συσκευασίας κρέατος. Κατά τη διάρκεια της απεργίας, ο Εντ Λόουρι επέλεξε να ακολουθήσει τους εργάτες, οι οποίοι τον θεώρησαν ήρωα και τον θαύμασαν για το κουράγιο του. Οταν έσπασε η απεργία, οι Ιάπωνες απομακρύνθηκαν, αλλά οι Ελληνες δούλεψαν με άλλους συμπατριώτες τους στη συσκευασία κρέατος και στους σιδηροδρόμους. Το 1909, η ελληνική κοινότητα της Σάουθ Ομαχα διέθετε περισσότερες από τριάντα επιχειρήσεις και είχε συνεισφέρει στην ανέγερση της ελληνορθόδοξης εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη στις οδούς 16η και Μάρθα. Μολαταύτα, μεταξύ των Ελλήνων και των λοιπών μελών της κοινότητας της Σάουθ Ομαχα είχε δημιουργηθεί μια σαφής εχθρότητα, η οποία ενισχυόταν από τη στάση της αστυνομίας. Δεν υπήρξαν, ωστόσο, ενδείξεις που να συνδέουν τον Λόουρι με τις παρενοχλήσεις που υφίσταντο οι νεοφερμένοι από την αστυνομία.
Ο Ιωάννης Μασουρίδης δικάστηκε δύο φορές για το θάνατο του αξιωματικού Λόουρι. Η αρχική καταδίκη για φόνο πρώτου βαθμού, η οποία συνεπαγόταν την ποινή της εκτέλεσης δι' απαγχονισμού, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Νεμπράσκα λόγω ανεπάρκειας των στοιχείων και ατελούς διαδικασίας. Στις κρατικές φυλακές της Νεμπράσκα, ο Μασουρίδης επρόκειτο να εκτίσει ποινή πεντέμισι ετών από το σύνολο των δεκατεσσάρων που προέβλεπε η απόφαση. Μετά την αποφυλάκισή του, ο Μασουρίδης επέστρεψε στην Ελλάδα για να περάσει εκεί το υπόλοιπο της ζωής του. Κατά πάσαν πιθανότητα γνώριζε ότι ο Νικόλας Α. Τζιμίκας, ένας νεοφερμένος Ελληνας από τα Γρεβενά, πλήρωσε τελικά το τίμημα για το θάνατο του Εντ Λόουρι.
Ο Τζιμίκας, ένας νεαρός εργάτης είκοσι τριών ετών, ήταν πράγματι εκείνος που θα γινόταν το θύμα της αστυνομικής εκδίκησης λίγο μετά την απαλλαγή του Μασουρίδη από τη θανατική ποινή κατά τη δεύτερη δίκη του, που ολοκληρώθηκε στις 29 Μαϊου 1910. Η τύχη του Τζιμίκα αποφασίστηκε αυθαίρετα το βράδυ της 13ης Ιουνίου. Ο Νικόλας Α. Τζιμίκας δολοφονήθηκε με προφανή προμελέτη από δύο αξιωματικούς της αστυνομίας. Το θύμα πυροβολήθηκε στο ίδιο σχεδόν σημείο όπου ο Εντ Λόουρι είχε δεχθεί το δικό του θανάσιμο τραύμα. Η δολοφονία του Νικόλα Τζιμίκα υπήρξε ένα από τα καλύτερα φυλαγμένα μυστικά στα χρονικά της Νεμπράσκα και της ελληνικής της κοινότητας. Το 1977 κατόρθωσα τελικά να εντοπίσω ένα φάκελο στα υλικά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που φυλάσσονται στα Εθνικά Αρχεία. Ο φάκελος περιείχε ένα άδειο ντοσιέ με τίτλο "Η δολοφονία του Νικόλα Τζιμίκα". Ευτυχώς, στο φάκελο βρέθηκε ένα αντίγραφο με θέμα την "Ανάκριση για την υπόθεση Νικόλα Α. Τζιμίκα", η οποία πραγματοποιήθηκε από 7 έως 20 Ιουνίου 1910. Η ανάγνωση των πρακτικών της ανάκρισης δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για την ορθότητα της κατηγορίας περί "δολοφονίας" που περιείχε η έκθεση που χάθηκε μυστηριωδώς.
Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η οικογένεια του Εντουαρντ Λόουρι ουδέποτε είδε έστω και μία δεκάρα από τα 505 δολάρια που συγκεντρώθηκαν κατά τον ειδικό έρανο που ξεκίνησε την ίδια την ημέρα των ταραχών. Η οικογένεια του Εντ Λόουρι αναγκάστηκε να τα βγάλει πέρα μοναχή της, εκτός από 150 δολάρια που της προσέφερε ένα Γυμνάσιο της περιοχής από τα κέρδη μιας μουσικής εκδήλωσης. Και τα δύο παιδιά του Λόουρι έγιναν αργότερα δάσκαλοι στο Νότο. Στις 3 Φεβρουαρίου 1916, το Κογκρέσο αποφάσισε να δοθούν 40.000 δολάρια αποζημίωση στους Ελληνες-θύματα των ταραχών από τα 288.130 που είχαν ζητήσει. Οσο για τον Νικόλα Α. Τζιμίκα, αυτός βρίσκεται πάντοτε σ' έναν τάφο χωρίς ταφόπετρα στο Κοιμητήριο Forest Lawn στην Ομαχα της Νεμπράσκα των Ηνωμένων Πολιτειών.



Ποιος είναι ο καθηγητής Τζον Μπίτζες

Μόνιμος κάτοικος της πόλης Ομαχα στην πολιτεία Νεμπράσκα των ΗΠΑ, ο Ελληνοαμερικάνος Τζον Μπίτζες, έχει ταξιδέψει αρκετές φορές στην Ελλάδα και την Τουρκία. Υπηρέτησε στο στρατό των ΗΠΑ από το 1946 έως το 1949. Το διάστημα 1948-49 υπήρξε πράκτορας της αντικατασκοπείας των ΗΠΑ στην Τεργέστη της Ιταλίας. Επανεκλήθη στην ενεργό υπηρεσία κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Κορέας (1950-51). Σήμερα είναι συνταξιούχος δάσκαλος και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο.
Το 1989 εκδόθηκε η ιστορική του μελέτη για τη θέση της Ελλάδας στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (Greece in World War II to April 1941). Εχει επίσης συγγράψει πολλά άρθρα για την ιστορία της Ελλάδας και τη δραστηριότητα της κοινότητας των πολιτών ελληνικής καταγωγής στην Ομαχα. Εχει συμβάλει με ένα κεφάλαιο ("Η Δύση και η θρησκεία του Τρίτου Κόσμου") στο βιβλίο του Σεϊκ Αλί "Ο Τρίτος Κόσμος στο σταυροδρόμι" (Third World at the Crossroads, 1989). Συμμετείχε στο διεθνές συμπόσιο για τη στρατιωτική ιστορία της Ελλάδας με τη μελέτη του για τη Μάχη της Κρήτης (The Battle of Crete revisited, ACTA, Athens 1991).



"Φταίει η εγκληματικότητά μας"

"Αι εσχάτως διαδραματισθείσαι σκηναί κατά των ομογενών εν Ομαχα της πολιτείας Νεμπράσκας αποτελούσι μίαν μεγάλην συμφοράν διά τους εν Αμερική Ελληνας. Είναι όντως δεινόν το τραύμα, όταν βλέπη τις Ελληνας καταδιωκομένους και Ελληνικά καταστήματα μεταβαλλόμενα εις Σόδομα και Γόμορα. (...)
Ουδείς βεβαίως εκ των εύ φρονούντων Αμερικανών ηδύνατο να συνηγορήση υπέρ της διαπραχθείσης βαρβαρότητος, αλλά και ουδαμόθεν υψώθη συμπαθητική φωνή (πλην ολίγων εξαιρέσεων) υπέρ των κακοποιηθέντων και καταστραφέντων Ελλήνων, αμφιβάλλομεν δε εάν και η χείρ της Θέμιδος δυνηθή όπως δεόντως προστατεύση τα συμφέροντα των παθόντων και ανταποδώση αυτοίς το δίκαιον δια τας προξενηθείσας ζημίας.
Η αρχή του κακού πηγάζει εκ του κακουργήματος, όπερ ο βδελυρός Μουσουρίδης διέπραξεν, αλλ' εάν οι Αμερικανοί ήθελον να εκδικηθώσι τούτον, ηδύναντο κάλλιστα να εφήρμοζον και τον λύντσειον νόμον κατά του κακούργου, πάν όμως περαιτέρω διάβημα κατ' αθώων ψυχών ήτο όλως βάρβαρον και ανάρμοστον προς τας αρχάς και τον πολιτισμόν του σημερινού κόσμου.
Αλλ' ως φαίνεται και εν τη περιστάσει αυτή και εν άλλαις ομοίαις, οι Αμερικανοί έχασαν πάσαν υπόληψιν προς τους Ελληνες και ήρξαντο από τίνος χρόνου απεχθανόμενοι ημάς, ως λαόν ανάξιον της αποστολής του και του κλέους των προγόνων των και ως μη επιθυμητούς πολίτας. (...) Ο άνεμος εναντιώτατα πνέει καθ' ημών, διότι, ως βλέπομεν ανωτέρω, επίσημα πρόσωπα και αυτοί οι βουλευταί ακόμη ήρξαντο κηρύσσοντες τον μέχρι εξοντώσεως πόλεμον καθ' ημών.
Το φαινόμενον είναι αληθώς απελπιστικόν και βασανίζει ημάς, διότι επαπειλείται το μέλλον μας. Νομίζομεν ότι είναι καιρός εισέτι να σωθώμεν εκ του επαπειλούντος ημάς κινδύνου, εάν θελήσωμεν να γνωρίσωμεν τας υποχρεώσεις μας έναντι του φιλοξενούντος ημάς λαού. Η Αμερική, ήτις μας τροφοδοτεί και περιφρουρεί την ελευθερίαν και τα δικαιώματά μας, έχει βεβαίως πληρέστατα δίκαιον να απαιτή παρ' ημίν την ανταπόδωσιν της φιλοξενίας, όπερ εισέτι δεν επράξαμεν. Τούτον δύναται να κατορθωθή δια της υπακοής προς τους νόμους, ως και δια των καλών έργων, των ευγενών τρόπων, της εντίμου συναλλαγής και της προς τον πλησίον εκτιμήσεως, δηλαδή απαιτούσιν οι Αμερικανοί εκείνο, όπερ οι κατά την αρχαιότητα μεταναστεύοντες Ελληνες μετέδιδον ανά τον κόσμον.
Τοιαύτην ανταπόδοσιν παρέσχον εις την Αμερικήν άπαντες οι παρ' αυτή φιλοξενούμενοι ξένοι, διά τούτο λοιπόν βλέπομεν τους ξένους λαούς εξισουμένους προς το ιθαγενές στοιχείον και έχοντας ίσα προς αυτό δικαιώματα.
Πλην εμείς οι Ελληνες, ατυχώς, όχι μόνον δεν ανταπεκρίθημεν προς τας υποχρεώσεις μας, αλλά και εξήλθομεν των ορίων χάρις εις την βαρβαροκεφαλιάν μας και τα τόσα άλλα μειονεκτήματα, υπό των οποίων περικοσμούμεθα. Πλανώνται οικτρότατα οι κακώς αντιλαμβανόμενοι την σημασίαν της λέξεως FREE COUNTRY, διότι καίτοι η Αμερική είναι γενναιόφρων προς τους ξένους, εν τούτοις περιορίζει την ελευθερίαν ταύτην μέχρι ωρισμένων σημείων, αφ' ών ουδείς δύναται να παρεκκλίνη.
Και οι εν Αμερική Ελληνες ηθέλομεν τυγχάνη ίσης προς τους άλλους εκτιμήσεως και προστασίας, αλλ' ατυχώς παρεξετράπημεν και παρεξεκλίναμεν της ευθείας οδού και βαίνομεν κατά κρημνών μη γνωρίζοντες οποίου κακού πρόξενοι κατέστημεν διά της ασυστόλου συμπεριφοράς, ήν πολλοί δεικνύουσιν.
Εις τα αρχεία της αστυνομίας του Σικάγου οι Ελληνες έρχονται πρώτοι εις έν δύο εγκλήματα, πανταχόθεν δε λαμβάνομεν σωρείαν εφημερίδων, εις άς βλέπομεν πολλά εγκλήματα διαπραττόμενα από των Ελλήνων.
Και μ' όλα αυτά έχομεν το θράσος να παραπονώμεθα κατά της φιλοξενούσης ημάς χώρας, χωρίς ποσώς να λάβωμεν υπ' όψιν τας εγκληματικάς πράξεις και την απέχθειαν, ήν πολλοί δεικνύουσι κατά των Αμερικανών.
Τα παθήματα των εν Ομαχα ομογενών θλίβουσι την καρδίαν μας και κατακρίνομεν σφόδρα την στάσιν των ταραχοποιών, αλλ' αφ' ετέρου όταν βλέπωμεν γυναίκας, δικηγόρους και βουλευτάς επιτιθεμένους κατά των Ελλήνων, οφείλομεν να παραδεχθώμεν ότι και πολλά άλλα πλην του φόνου υπήρξαν τα αίτια, άτινα ώθησαν αυτούς να προβώσιν εις το τολμηρόν τούτο διάβημα. (...) Οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι πανταχού της Αμερικής ευρίσκονται πολλοί χαρακτήρες, μολύνοντες το Ελληνικόν όνομα".

(Από το κύριο άρθρο της ομογενειακής εφημερίδας "Ελληνικός Αστήρ" του Σικάγου (26/2/1909) για τα γεγονότα).''